οπερετικός

οπερετικός
-ή, -ό [οπερέτα]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οπερέτα
2. (σκωπτ.) κωμικός, ελαφρός, φαιδρός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”